φλεψίν

φλεψίν
φλέψ
blood-vessel
fem dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφύζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφύττω και δωρ. τ. σφύσδω Α (για το αίμα ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, χτυπώ κανονικά (α. πλην σφύζ η καρδιά τού νέου στερρά», Βιζυην. β. «σφύζει δὲ τὸ αἷμα ἐν ταῑς φλεψίν», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. είμαι γεμάτος σφρίγος,… …   Dictionary of Greek

  • υπερφύομαι — Α [φύω, φύομαι] 1. φύομαι, μεγαλώνω πάνω από κάτι ή επάνω σε κάτι (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», Γαλ. β. «ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.) 2. υπερτερώ («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», Ηρόδ.) 3. (κατὰ τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”